μηλινοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
(6_7)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλῐνοειδής''': -ές, ἔχων [[χρῶμα]] κίτρινον [[οἷον]] τὸ τοῦ κυδωνίου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 8.
|lstext='''μηλῐνοειδής''': -ές, ἔχων [[χρῶμα]] κίτρινον [[οἷον]] τὸ τοῦ κυδωνίου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλινοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κυδώνι]] [[κατά]] το [[χρώμα]], [[κιτρινωπός]] («μηλινοειδές [[ἄνθος]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήλινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλῐνοειδής Medium diacritics: μηλινοειδής Low diacritics: μηλινοειδής Capitals: ΜΗΛΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: mēlinoeidḗs Transliteration B: mēlinoeidēs Transliteration C: milinoeidis Beta Code: mhlinoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of a quince-yellow, Thphr.HP6.2.8,7.3.1.

German (Pape)

[Seite 172] ές, apfel- oder quittenfarbig, quittengelb, Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλῐνοειδής: -ές, ἔχων χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τοῦ κυδωνίου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 8.

Greek Monolingual

μηλινοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με κυδώνι κατά το χρώμα, κιτρινωπός («μηλινοειδές ἄνθος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλινος + -ειδής].