μῆον: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte d’athamante, <i>plante ombellifère</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=ου (τό) :<br />sorte d’athamante, <i>plante ombellifère</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=και μέον, το (Α [[μῆον]] και μεῑον)<br /><b>βοτ.</b> ποώδες αρωματικό [[φυτό]] της οικογένειας τών σκιαδανθών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>mei</i>- της λ. [[μείων]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], με ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i><i>i</i>- «[[μαλακός]], [[χαριτωμένος]], [[τρυφερός]]»].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆον Medium diacritics: μῆον Low diacritics: μήον Capitals: ΜΗΟΝ
Transliteration A: mē̂on Transliteration B: mēon Transliteration C: mion Beta Code: mh=on

English (LSJ)

ου, τό,

   A bald money, spignel, Meum athamanticum, Dsc.1.3, Plin.HN20.253; μ. Κρητικόν Zopyr. ap. Gal.14.150, cf. μεῖον (C).

German (Pape)

[Seite 175] τό, ein doldentragendes Kraut, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μῆον: -ου, τό, φυτόν τι εὐῶδες, Meum Athamanticum, Διοσκ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte d’athamante, plante ombellifère.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και μέον, το (Α μῆον και μεῑον)
βοτ. ποώδες αρωματικό φυτό της οικογένειας τών σκιαδανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη ρίζα mei- της λ. μείων ή, κατ' άλλη άποψη, με ΙΕ ρίζα mēi- «μαλακός, χαριτωμένος, τρυφερός»].