μονοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοτόκος''': -ον, ὁ γεννῶν μόνον ἓν [[τέκνον]] [[ἑκάστοτε]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 3, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· - Ἰων. μουν-, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 54.
|lstext='''μονοτόκος''': -ον, ὁ γεννῶν μόνον ἓν [[τέκνον]] [[ἑκάστοτε]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 3, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· - Ἰων. μουν-, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 54.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[μονοτόκος]], ιων. τ. μουνοτόκος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννά [[κάθε]] [[φορά]] ένα μόνο [[τέκνο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], [[μονότεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]](<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτόκος Medium diacritics: μονοτόκος Low diacritics: μονοτόκος Capitals: ΜΟΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: monotókos Transliteration B: monotokos Transliteration C: monotokos Beta Code: monoto/kos

English (LSJ)

Ep.μουνο-, ον,

   A bearing but one at a time, Arist.HA576a1, GA772b2.    II = μονότεκνος, ζῷα Plu.2.93f, cf. Call.Ap.54, Nonn.D.6.31.    III proparox., μ. κούρη an only child, ib.58.

German (Pape)

[Seite 205] ein Junges gebärend, Arist. H. A. 7, 4 part. an. 4, 10; ion. μουνοτ., Callim. Apoll. 54.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν μόνον ἓν τέκνον ἑκάστοτε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 3, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· - Ἰων. μουν-, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 54.

Greek Monolingual

-ο (Α μονοτόκος, ιων. τ. μουνοτόκος, -ον)
1. αυτός που γεννά κάθε φορά ένα μόνο τέκνο
2. αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, μονότεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + τόκος(< τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].