μιμιχμός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_15) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιμιχμός''': ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ [[μιμάξασα]] (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα». | |lstext='''μιμιχμός''': ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ [[μιμάξασα]] (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιμιχμός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τοῡ ἵππου [[φωνή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mimati</i> «[[μουγκρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>mimati</i> «[[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]]» και εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mim</i>(<i>ei</i>)-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A neighing of horses, Hsch.; cf. μιμάξασα.
German (Pape)
[Seite 187] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μιμιχμός: ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ μιμάξασα (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».
Greek Monolingual
μιμιχμός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τοῡ ἵππου φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei)-].