μονῳδός: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui chante seul et non dans un chœur ; ὁ [[μονῳδός]], auteur d’un chant qui ne sera exécuté que par une personne (ode funéraire, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ᾠδή]].
|btext=ος, ον :<br />qui chante seul et non dans un chœur ; ὁ [[μονῳδός]], auteur d’un chant qui ne sera exécuté que par une personne (ode funéraire, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ᾠδή]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (ΑΜ [[μονῳδός]], -όν)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[μονωδός]]<br />αυτός που άδει [[μονωδία]], που τραγουδάει [[μόνος]], όχι «εν χορώ», [[χωρίς]] να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ποιητής]] δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο [[πρόσωπο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονῳδῶς</i> (Μ)<br />σαν [[μονωδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κιθαρ</i>-[[ωδός]]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονῳδός Medium diacritics: μονῳδός Low diacritics: μονωδός Capitals: ΜΟΝΩΔΟΣ
Transliteration A: monōidós Transliteration B: monōdos Transliteration C: monodos Beta Code: monw|do/s

English (LSJ)

όν,

   A singing alone, not in chorus: ὁ μ., writer of a funeral ode or of a drama (like Lycophron's Cassandra) to be spoken by a single person, Tz.ad Lyc.pp.1,4 S.

German (Pape)

[Seite 206] allein, einzeln singend, Sp.; auch wer im Drama eine einzige Person redend einführt, wie Lycophr. in seiner Cassandra.

Greek (Liddell-Scott)

μονῳδός: -όν, ὁ ᾄδων μόνος, οὐχὶ ἐν χορῷ· - ὁ μ., ὁ ποιητὴς δράματος, καθ’ ὃ ἓν μόνον πρόσωπον ὁμιλεῖ, ὡς ἡ τοῦ Λυκόφρ. Κασσάνδρα, ἴδε Τζέτζ. σελ. 249, 261. Ἐπίρρ. -δῶς, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chante seul et non dans un chœur ; ὁ μονῳδός, auteur d’un chant qui ne sera exécuté que par une personne (ode funéraire, etc.).
Étymologie: μόνος, ᾠδή.

Greek Monolingual

-ό (ΑΜ μονῳδός, -όν)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός
αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο.
επίρρ...
μονῳδῶς (Μ)
σαν μονωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ῳδός (< ᾠδή, πρβλ. κιθαρ-ωδός].