μνηματίτης: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_2) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μνημᾰτίτης''': [[λόγος]] [ῑ], ὁ, [[ἐπιτάφιος]] [[λόγος]], Εὐστ. 1673. 45, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 169. | |lstext='''μνημᾰτίτης''': [[λόγος]] [ῑ], ὁ, [[ἐπιτάφιος]] [[λόγος]], Εὐστ. 1673. 45, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 169. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μνηματίτης]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>φρ.</b> «[[μνηματίτης]] [[λόγος]]» — ο [[λόγος]] που εκφωνείται [[γύρω]] από τον τάφο νεκρού, [[επιτάφιος]] [[λόγος]], [[νεκρολογία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φύλακας]] τύμβου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[στυλ]]-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
λόγος [ῑ],
A funeral oration, Choerob. in An.Ox.2.169, Eust.1673.45.
German (Pape)
[Seite 194] λόγος, ὁ, Gedächtnißrede, Suid., Eust.
Greek (Liddell-Scott)
μνημᾰτίτης: λόγος [ῑ], ὁ, ἐπιτάφιος λόγος, Εὐστ. 1673. 45, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 169.
Greek Monolingual
μνηματίτης, ὁ (ΑΜ)
φρ. «μνηματίτης λόγος» — ο λόγος που εκφωνείται γύρω από τον τάφο νεκρού, επιτάφιος λόγος, νεκρολογία
μσν.
φύλακας τύμβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, -ατος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].