μονόδους: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=όδοντος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu’une dent.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ὀδούς]].
|btext=όδοντος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu’une dent.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ὀδούς]].
}}
{{grml
|mltxt=ο και η (Α [[μονόδους]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> ελληνική [[ονομασία]] της μπελούγκα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μόνο ένα [[δόντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], <i>οδόντος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόδους Medium diacritics: μονόδους Low diacritics: μονόδους Capitals: ΜΟΝΟΔΟΥΣ
Transliteration A: monódous Transliteration B: monodous Transliteration C: monodous Beta Code: mono/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A one-toothed, A.Pr.796.

German (Pape)

[Seite 202] οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.

Greek (Liddell-Scott)

μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.

Greek Monolingual

ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία της μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀδούς, οδόντος].