μυθολέσχης: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(a)
(26)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] ὁ, = [[μυθολόγος]], Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] ὁ, = [[μυθολόγος]], Eust.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυθολέσχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που διηγείται μύθους ή αυτός που επινοεί μύθους, ο [[μυθολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέσχης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[κουβέντα]], [[ομιλία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λογο</i>-[[λέσχης]], <i>μετεωρο</i>-[[λέσχης]].
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθολέσχης Medium diacritics: μυθολέσχης Low diacritics: μυθολέσχης Capitals: ΜΥΘΟΛΕΣΧΗΣ
Transliteration A: mytholéschēs Transliteration B: mytholeschēs Transliteration C: mytholeschis Beta Code: muqole/sxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mythologist, Eust.768.29.

German (Pape)

[Seite 214] ὁ, = μυθολόγος, Eust.

Greek Monolingual

μυθολέσχης, ὁ (Α)
αυτός που διηγείται μύθους ή αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -λέσχης (< λέσχη «κουβέντα, ομιλία»), πρβλ. λογο-λέσχης, μετεωρο-λέσχης.