νυμφεῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de fiancée, de jeune femme ; τὸ [[νυμφεῖον]] ([[δῶμα]]) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα ([[ἱερά]]) cérémonie nuptiale, <i>ou</i> la fiancée, la mariée.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de fiancée, de jeune femme ; τὸ [[νυμφεῖον]] ([[δῶμα]]) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα ([[ἱερά]]) cérémonie nuptiale, <i>ou</i> la fiancée, la mariée.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]].
}}
{{grml
|mltxt=νυμφεῑος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)<br /><b>1.</b> [[νυφικός]], [[γαμήλιος]] («νυμφεῑα λέχη», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νυμφεῑον</i>, επικ. τ. <i>νυμφήϊον</i><br />[[νυφικός]] [[θάλαμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νυμφεῑα</i>, επικ. τ. <i>νυμφήϊα</i><br />α) γαμήλια [[τελετή]], [[γάμος]]<br />β) [[νυφικός]] [[θάλαμος]]<br />γ) η [[νύφη]] («νυμφεῑα τοῡ σαυτοῡ τέκνου», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) τα [[πορνεία]] («νυμφεῑα πρὸς [[κηλωστὰ]] καρβάνων», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>είος</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφεῖος Medium diacritics: νυμφεῖος Low diacritics: νυμφείος Capitals: ΝΥΜΦΕΙΟΣ
Transliteration A: nympheîos Transliteration B: nympheios Transliteration C: nymfeios Beta Code: numfei=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.IA131 (lyr.), AP7.188 (Thall.) :—

   A bridal, nuptial, λέχη Simon. 124 B ; εὐνά Pi.N.5.30, cf. E. l.c. ; παστάς APl.c., cf. Supp.Epigr. 2.874 (Egypt) : hence as Subst.    1 νυμφεῖον (sc. δῶμα), Ep. νυμφήϊον Call.Del.118 : τό :—bridechamber, S.Ant.891, 1205 : in pl., Id.Tr.920.    2 νυμφεῖα (sc. ἱερά), Ep. νυμφήϊα Mosch.2.159 : τά :— nuptial rites, marriage, S.Tr.7 ; but    3 νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Id.Ant.568.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ι. Α. 131, Ἀνθ. Π. 7. 188· (νύμφη)· - ἀνήκων εἰς νύμφην, νυμφικός, γαμήλιος, Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ν. 5. 55, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. 1) νυμφεῖον (ἐξυπ. δῶμα), τὸ, ὁ νυμφικὸς θάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 891, 1205· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Τρ. 920.
2) νυμφεῖα (ἐξυπακουόμ. ἱερά), τά, γαμήλιοι τελεταί, γάμος, αὐτόθιἀλλά, 3) νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, ἡ νύμφη τοῦ υἱοῦ σου, δηλ. ἣν μέλλει νὰ νυμφευθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 568, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de fiancée, de jeune femme ; τὸ νυμφεῖον (δῶμα) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα (ἱερά) cérémonie nuptiale, ou la fiancée, la mariée.
Étymologie: νύμφη.

Greek Monolingual

νυμφεῑος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)
1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον
νυφικός θάλαμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα
α) γαμήλια τελετή, γάμος
β) νυφικός θάλαμος
γ) η νύφη («νυμφεῑα τοῡ σαυτοῡ τέκνου», Σοφ.)
δ) τα πορνεία («νυμφεῑα πρὸς κηλωστὰ καρβάνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -εῖος (πρβλ. χαλκ-είος)].