νοσερός: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />malsain.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]]. | |btext=ά, όν :<br />malsain.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νοσερός]], -ά, -όν (ΑΜ)<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[άρρωστος]], [[ασθενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την [[υγεία]], [[νοσηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοσερῶς</i> (Α)<br />με νοσηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μογ</i>-<i>ερός</i>, <i>φθον</i>-<i>ερός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A = νοσηρός, of symptoms, Hp.Aph.7.67; ν. κῶλον E.Or.1016 (anap.); ν. κοίτα a bed of sickness, Id.Hipp.131 (lyr.), cf. 179 (anap.); ν. χειμών Arist.Pr.861b22; νοσερά, opp. ὑγιεινά, Polystr.p.3 W., cf. Alex.Aphr. in Top. 71.2; unhealthy, of persons, Ph.1.198 (Sup.). Adv. -ρῶς, ἔχειν Arist.Pol.1320b36.
Greek (Liddell-Scott)
νοσερός: -ά, -όν, = νοσηρός, Ἱππ. Ἀφορ. 1261· ν. κῶλον Εὐρ. Ὀρ. 1016· ν. κοίτη, κλίνη ἀσθενείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 131, πρβλ. 180· ἐπὶ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιατοῦ, διατί… ὁ χειμὼν νοσερὸς γίνεται; Ἀριστ. Προβλ. 1. 20, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
malsain.
Étymologie: νόσος.
Greek Monolingual
νοσερός, -ά, -όν (ΑΜ)
(για πρόσ.) άρρωστος, ασθενής
αρχ.
(για συμπτώματα) αυτός που επιφέρει νόσο, που έχει βλαβερές συνέπειες για την υγεία, νοσηρός.
επίρρ...
νοσερῶς (Α)
με νοσηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. -ερός (πρβλ. μογ-ερός, φθον-ερός)].