ξιφιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(6_14)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξιφιστής''': ὁ, = [[ξιφιστήρ]], «[[ξιφιστής]], [[φορεύς]], τελαμὼν» Ἡσύχ.
|lstext='''ξιφιστής''': ὁ, = [[ξιφιστήρ]], «[[ξιφιστής]], [[φορεύς]], τελαμὼν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ξιφιστής]]) [[ξιφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδέξιος]] [[χειριστής]] του ξίφους<br /><b>2.</b> [[δάσκαλος]] της ξιφασκίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζωστήρας]] ξίφους.
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφιστής Medium diacritics: ξιφιστής Low diacritics: ξιφιστής Capitals: ΞΙΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: xiphistḗs Transliteration B: xiphistēs Transliteration C: ksifistis Beta Code: cifisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = foreg., Hsch.

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, das Degengehenk, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ξιφιστής: ὁ, = ξιφιστήρ, «ξιφιστής, φορεύς, τελαμὼν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α ξιφιστής) ξιφίζω
νεοελλ.
1. επιδέξιος χειριστής του ξίφους
2. δάσκαλος της ξιφασκίας
αρχ.
ζωστήρας ξίφους.