μυθολογικός: Difference between revisions
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />habile à composer des fables.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]]. | |btext=ή, όν :<br />habile à composer des fables.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[μυθολογικός]], -ή, -όν) [[μυθολόγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μυθολογία]] ή αυτός που [[είναι]] [[έμπειρος]] σε θέματα σχετικά με τη [[μυθολογία]] («τὸν ποιητὴν δέοι, [[εἴπερ]] μέλλοι ποιητὴς [[εἶναι]], ποιεῑν μύθους... καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ [[μυθολογικός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν ανήκει στην περίοδο τών ιστορικών χρόνων και προηγήθηκε από αυτήν, αυτός που δεν τεκμηριώνεται από την [[ιστορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυθολογικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μυθολογικῶς)<br />με μυθολογικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A poetical, inventive, Pl.Phd. 61b.
German (Pape)
[Seite 214] ή, όν, im Erzählen von Fabeln, im Erdichten geschickt, Plat. Phaed. 61 b.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὰ τῆς μυθολογίας, καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικὸς Πλάτ. Φαίδων 61Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à composer des fables.
Étymologie: μυθολόγος.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α μυθολογικός, -ή, -όν) μυθολόγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθολογία ή αυτός που είναι έμπειρος σε θέματα σχετικά με τη μυθολογία («τὸν ποιητὴν δέοι, εἴπερ μέλλοι ποιητὴς εἶναι, ποιεῑν μύθους... καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικός», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν ανήκει στην περίοδο τών ιστορικών χρόνων και προηγήθηκε από αυτήν, αυτός που δεν τεκμηριώνεται από την ιστορία.
επίρρ...
μυθολογικώς και -ά (Α μυθολογικῶς)
με μυθολογικό τρόπο.