μύρκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_16)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρκος''': -ον, [[λέξις]] παρὰ τοῖς Συρακοσίοις σημαίνουσα ἄφωνον βωβόν, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[μυρικᾶς]], ὁ αὐτ.
|lstext='''μύρκος''': -ον, [[λέξις]] παρὰ τοῖς Συρακοσίοις σημαίνουσα ἄφωνον βωβόν, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] [[μυρικᾶς]], ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μύρκος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Συρακοσίους) «ὁ [[καθόλου]] μὴ δυνάμενος λαλεῑν, [[ἐνεός]], [[ἄφωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>murcus</i> «ακρωτηριασμένος, [[χαλαρός]]», από όπου στη [[συνέχεια]] εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν «[[άφωνος]], [[βουβός]]»].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρκος Medium diacritics: μύρκος Low diacritics: μύρκος Capitals: ΜΥΡΚΟΣ
Transliteration A: mýrkos Transliteration B: myrkos Transliteration C: myrkos Beta Code: mu/rkos

English (LSJ)

ον, Syrac. word for ἄφωνος,

   A dumb, Hsch.:—also μυρικᾶς, Id. μύρμαξ, v. μύρμηξ. μυρμέαι· νύσσειν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μύρκος: -ον, λέξις παρὰ τοῖς Συρακοσίοις σημαίνουσα ἄφωνον βωβόν, Ἡσύχ.· ὡσαύτως μυρικᾶς, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

μύρκος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Συρακοσίους) «ὁ καθόλου μὴ δυνάμενος λαλεῑν, ἐνεός, ἄφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο από τη Λατινική, πρβλ. λατ. murcus «ακρωτηριασμένος, χαλαρός», από όπου στη συνέχεια εντάχθηκε στα επίθ. που σημαίνουν «άφωνος, βουβός»].