μυωπία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />courte vue, myopie.<br />'''Étymologie:''' [[μυώψ]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br />trou de souris <i>ou</i> de rat.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ὀπή]].
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />courte vue, myopie.<br />'''Étymologie:''' [[μυώψ]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br />trou de souris <i>ou</i> de rat.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ὀπή]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μυωπία]]) [[μύωψ]] (Ι)]<br />η [[ανικανότητα]] του ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]], [[βραδύνοια]].———————— <b>(II)</b><br />[[μυωπία]], ἡ (ΑΜ)<br />[[μυωξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπ</i>-<i>ία</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οπή</i>, με [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠωπία Medium diacritics: μυωπία Low diacritics: μυωπία Capitals: ΜΥΩΠΙΑ
Transliteration A: myōpía Transliteration B: myōpia Transliteration C: myopia Beta Code: muwpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μυωξία, Arist.HA580b25, Ael.VH1.11.    II = μυωπίασις, Aët. 7.47 tit.

German (Pape)

[Seite 224] ἡ, 1) Kurzsichtigkeit, der Fehler des Gesichts, daß man nur das Nahe deutlich erkennen kann, Medic. – 2) = μυωνία; Arist. H. A. 6, 37; Ael. V. H. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μυωπία: ἡ, = μυωνία, φωλεὰ μυῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 37, 3, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 71.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
courte vue, myopie.
Étymologie: μυώψ.
2ας (ἡ) :
trou de souris ou de rat.
Étymologie: μῦς, ὀπή.

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μυωπία) μύωψ (Ι)]
η ανικανότητα του ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά
νεοελλ.
μτφ. διανοητική καθυστέρηση, βραδύνοια.———————— (II)
μυωπία, ἡ (ΑΜ)
μυωξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + -ωπ-ία (< οπή, με τροπή του -ο- σε -ω- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].