μυροσταγής: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_8) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠροστᾰγής''': -ές, ὁ στάζων ἐκ μύρων, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀναδούμενος. | |lstext='''μῠροστᾰγής''': -ές, ὁ στάζων ἐκ μύρων, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀναδούμενος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυροσταγής]], -ές (Α)<br />αυτός που στάζει [[μύρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>σταγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A dripping with unguent, Anon. ap. Suid. s.v. ἀναδούμενος.
German (Pape)
[Seite 221] ές, von Salböl träufelnd, frg. bei Suid. v. ἀναδούμενος.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροστᾰγής: -ές, ὁ στάζων ἐκ μύρων, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀναδούμενος.
Greek Monolingual
μυροσταγής, -ές (Α)
αυτός που στάζει μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -σταγής (< στάζω), πρβλ. αιμο-σταγής].