μυρτομιγής: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_7) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρτομῐγής''': -ές, μεμιγμένος [[μετὰ]] [[κόκκων]] μυρσίνης, Γεωπ. 4. 4. | |lstext='''μυρτομῐγής''': -ές, μεμιγμένος [[μετὰ]] [[κόκκων]] μυρσίνης, Γεωπ. 4. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρτομιγής]], -ές (Μ)<br />[[ανάμικτος]] με κόκκους μυρτιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μίγνυμι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A mixed with myrtle-berries, Gp.4.4.
German (Pape)
[Seite 222] ές, mit Myrthenbeeren gemischt, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτομῐγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ κόκκων μυρσίνης, Γεωπ. 4. 4.
Greek Monolingual
μυρτομιγής, -ές (Μ)
ανάμικτος με κόκκους μυρτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + -μιγής (< μίγνυμι)].