νεοπαθής: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />dont la souffrance est récente.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πάθος]]. | |btext=ής, ές :<br />dont la souffrance est récente.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πάθος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοπαθής]], -ές (Α)<br />αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε [[πένθος]] ή σε [[οδύνη]] («ἢ τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παθ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>παθ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[πάσχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>παθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = νεοπενθής 1, A.Eu.514 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 243] ές, in frischem Schmerz, τεκοῦσα νεοπαθής, Aesch. Eum. 489.
Greek (Liddell-Scott)
νεοπᾰθής: -ές, = νεοπενθής, Αἰσχύλ. Εὐμ. 514· πρβλ. νεοπευθής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont la souffrance est récente.
Étymologie: νέος, πάθος.
Greek Monolingual
νεοπαθής, -ές (Α)
αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. ἔ-παθ-ον, αόρ. β' του πάσχω), πρβλ. πολυ-παθής].