νηπιάζω: Difference between revisions
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
(T22) |
(27) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); ([[νήπιος]], [[which]] [[see]]); to be a [[babe]] ([[infant]]): [[Hippocrates]]; ecclesiastical writings.) | |txtha=(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); ([[νήπιος]], [[which]] [[see]]); to be a [[babe]] ([[infant]]): [[Hippocrates]]; ecclesiastical writings.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[νηπιάζω]]) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] ή [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[νήπιο]], δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, [[παιδιαρίζω]], [[ανοηταίνω]], μωραίνομαι<br /><b>2.</b> έχω την [[απλότητα]], την [[αθωότητα]] νηπίου, μικρού παιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως [[νήπιο]] («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)<br /><b>2.</b> (για χριστιανό) [[εισέρχομαι]] για πρώτη [[φορά]] στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be as a babe, childish, Erinn.in PSI9.1090.55 + 15 (p.xii), Hp.Ep.17, 1 Ep.Cor.14.20, Porph.Gaur.12.4.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιάζω: τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 52· - νηπιάζομαι, «νηπιάζεται· μωραίνεται» Ἡσύχ.
English (Strong)
from νήπιος; to act as a babe, i.e. (figuratively) innocently: be a child.
English (Thayer)
(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); (νήπιος, which see); to be a babe (infant): Hippocrates; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
(ΑΜ νηπιάζω) νήπιος
1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι
2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού
αρχ.
1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)
2. (για χριστιανό) εισέρχομαι για πρώτη φορά στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.