νεώσσω: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(6_5)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεώσσω''': Ἀττ. -ττω, ἐκ τοῦ [[νέος]], (ὡς τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ [[λιμός]], [[λαιμώσσω]] ἐκ τοῦ λαιμός), = [[νεόω]], [[νεωτερίζω]], Θεογνώστ. Κανόν. 43. 26, Ἡσύχ.
|lstext='''νεώσσω''': Ἀττ. -ττω, ἐκ τοῦ [[νέος]], (ὡς τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ [[λιμός]], [[λαιμώσσω]] ἐκ τοῦ λαιμός), = [[νεόω]], [[νεωτερίζω]], Θεογνώστ. Κανόν. 43. 26, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεώσσω]] και αττ.τ. νεώττω (Α)<br />[[νεωτερίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσσω</i>, δηλωτική ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>αγρ</i>-<i>ώσσω</i>, <i>λαιμ</i>-<i>ώσσω</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώσσω Medium diacritics: νεώσσω Low diacritics: νεώσσω Capitals: ΝΕΩΣΣΩ
Transliteration A: neṓssō Transliteration B: neōssō Transliteration C: neosso Beta Code: new/ssw

English (LSJ)

Att. νεώττω, (νέος)

   A = νεόω, νεωτερίζω, Hdn.Gr.1.447, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νεώσσω: Ἀττ. -ττω, ἐκ τοῦ νέος, (ὡς τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ λιμός, λαιμώσσω ἐκ τοῦ λαιμός), = νεόω, νεωτερίζω, Θεογνώστ. Κανόν. 43. 26, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νεώσσω και αττ.τ. νεώττω (Α)
νεωτερίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. -ώσσω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. αγρ-ώσσω, λαιμ-ώσσω)].