νηρός: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(6_19) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηρός''': -όν, συνῃρημ. ἐκ τοῦ [[νεαρός]], = [[πρόσφατος]], [[ἀκραιφνής]], - οὐσ. τὸ [[νηρόν]], δηλ. [[ὕδωρ]], πρόσφατον ἢ ψυχρὸν [[ὕδωρ]] ἄρτι κομισθὲν ἐκ τῆς πηγῆς, Φρύν. 42, CIG 5072, 20, Στουδ. 1785Α, (πρβλ. Γαλην. 6, 438F ἀπὸ τῆς πηγῆς ὕδατι προσφάτῳ)· - [[ὡσαύτως]], [[νερόν]], Ἀποφθέγμ. Πατέρων, Λεόντ. Κύπρ. 1713C, Κ. Πορφυφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 77, 13, Ἔκθεσ. Βασ. Τάξ. 466, 17, Ἐτυμ. Μέγ. 597, 47 κἑξ., Ἐτυμ. Γουδ. 406, 23. | |lstext='''νηρός''': -όν, συνῃρημ. ἐκ τοῦ [[νεαρός]], = [[πρόσφατος]], [[ἀκραιφνής]], - οὐσ. τὸ [[νηρόν]], δηλ. [[ὕδωρ]], πρόσφατον ἢ ψυχρὸν [[ὕδωρ]] ἄρτι κομισθὲν ἐκ τῆς πηγῆς, Φρύν. 42, CIG 5072, 20, Στουδ. 1785Α, (πρβλ. Γαλην. 6, 438F ἀπὸ τῆς πηγῆς ὕδατι προσφάτῳ)· - [[ὡσαύτως]], [[νερόν]], Ἀποφθέγμ. Πατέρων, Λεόντ. Κύπρ. 1713C, Κ. Πορφυφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 77, 13, Ἔκθεσ. Βασ. Τάξ. 466, 17, Ἐτυμ. Μέγ. 597, 47 κἑξ., Ἐτυμ. Γουδ. 406, 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηρός]], -ά, -όν, θηλ. και -ός (ΑΜ)<br />(το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) <i>τὸ [[νηρόν]] και <i>ὁ [[νηρός]]<br />[[νερό]] [[φρέσκο]] και δροσερό, [[νερό]] της πηγής<br /><b>αρχ.</b><br />(για ψάρια) [[νωπός]], [[φρέσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεαρός]], με [[συναίρεση]] (<b>βλ.</b> και λ. [[νερό]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν, of fish,
A = νεαρός, fresh, PCair.Zen.616 (iii B.C.), Xenocr. ap. Orib.2.58.63; cf. ἡμίνηρος. II νηρόν, τό, or νηρός, ὁ, water, OGI201.21 (Nubia, vi A.D.), cf. Phryn.29; acc. sg. written τὸν νιρόν PSI3.165.3 (vi A.D.); cf. Mod.Gr. νερό. 2 f.l. for νειρός in Lyc.896, glossed κάθυγρος, Suid.s.v. νηρίτης (interpol.), but ταπεινός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νηρός: -όν, συνῃρημ. ἐκ τοῦ νεαρός, = πρόσφατος, ἀκραιφνής, - οὐσ. τὸ νηρόν, δηλ. ὕδωρ, πρόσφατον ἢ ψυχρὸν ὕδωρ ἄρτι κομισθὲν ἐκ τῆς πηγῆς, Φρύν. 42, CIG 5072, 20, Στουδ. 1785Α, (πρβλ. Γαλην. 6, 438F ἀπὸ τῆς πηγῆς ὕδατι προσφάτῳ)· - ὡσαύτως, νερόν, Ἀποφθέγμ. Πατέρων, Λεόντ. Κύπρ. 1713C, Κ. Πορφυφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 77, 13, Ἔκθεσ. Βασ. Τάξ. 466, 17, Ἐτυμ. Μέγ. 597, 47 κἑξ., Ἐτυμ. Γουδ. 406, 23.
Greek Monolingual
νηρός, -ά, -όν, θηλ. και -ός (ΑΜ)
(το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) τὸ νηρόν και ὁ νηρός
νερό φρέσκο και δροσερό, νερό της πηγής
αρχ.
(για ψάρια) νωπός, φρέσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός, με συναίρεση (βλ. και λ. νερό)].