πέλειος: Difference between revisions
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(6_4) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέλειος''': «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ. | |lstext='''πέλειος''': «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πελείους]]<br />Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς [[γέροντας]] καὶ τὰς πρεσβύτιδας»<br /><b>2.</b> [[πελιδνός]], [[μαυροκίτρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πέλειος]] έχει</i> σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. [[πέλεια]] «[[αγριοπερίστερο]]». Η [[ερμηνεία]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[πελείους]]<br /><i>Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς [[γέροντας]] καὶ τὰς πρεσβύτιδας</i>» οφείλεται στο γκριζωπό [[χρώμα]] τών μαλλιών τών γερόντων, που μοιάζει με εκείνο τών αγριοπερίστερων (<b>βλ.</b> και λ. [[πέλεια]]). Η [[γραφή]], [[τέλος]], <i>πελίους</i>, <i>πελίας</i> οφείλεται στη [[σύνδεση]] της λ. με το επίθ. [[πελιός]] «[[ωχρομέλας]], [[πελιδνός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πελιδνός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 550] schwarz, schwärzlich, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πέλειος: «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας»
2. πελιδνός, μαυροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ. «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» οφείλεται στο γκριζωπό χρώμα τών μαλλιών τών γερόντων, που μοιάζει με εκείνο τών αγριοπερίστερων (βλ. και λ. πέλεια). Η γραφή, τέλος, πελίους, πελίας οφείλεται στη σύνδεση της λ. με το επίθ. πελιός «ωχρομέλας, πελιδνός» (βλ. λ. πελιδνός)].