περιστερός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source
(eksahir)
(32)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[palomo]]
|esgtx=[[palomo]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[περίστερος]] Ν<br />[[αρσενικό]] [[περιστέρι]], ο [[γούτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[περιστερός]] <span style="color: red;"><</span> [[περιστερά]] με [[αλλαγή]] γένους. Ο νεοελλ. τ. [[περίστερος]] <span style="color: red;"><</span> [[περιστέρι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μούλαρ</i>-<i>ος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστερός Medium diacritics: περιστερός Low diacritics: περιστερός Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: peristerós Transliteration B: peristeros Transliteration C: peristeros Beta Code: peristero/s

English (LSJ)

ὁ,

   A v. περιστερά.

German (Pape)

[Seite 594] ὁ, masc. von περιστερά, Täuber, Täuberich, Pherecrat. u. Alexis bei Ath. IX, 395 a; von Luc. Soloec. 7 getadelt.

Greek (Liddell-Scott)

περιστερός: ὁ, ἴδε ἐν λ. περιστερά.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pigeon mâle, oiseau.
Étymologie: DELG par dissimil. de πελειάς, et suff. différentiel -τερος.

Spanish

palomo

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και περίστερος Ν
αρσενικό περιστέρι, ο γούτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρ-ος)].