περιθρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6_3)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιθρύπτω''': [[τρίβω]] ἢ [[κοπανίζω]] εἰς τεμάχια, Διόδ. 3. 51, Wessel. (oἱ κώδικ. περιθρύβεσθαι)· τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχὴν Φίλων 1.501· περιθρυφθεὶς ὁ αὐτ. 2. 527.
|lstext='''περιθρύπτω''': [[τρίβω]] ἢ [[κοπανίζω]] εἰς τεμάχια, Διόδ. 3. 51, Wessel. (oἱ κώδικ. περιθρύβεσθαι)· τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχὴν Φίλων 1.501· περιθρυφθεὶς ὁ αὐτ. 2. 527.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κατακερματίζω]], [[κομματιάζω]] από [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρύπτω]] «[[θραύω]], [[συντρίβω]], [[κομματιάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιθρύπτω Medium diacritics: περιθρύπτω Low diacritics: περιθρύπτω Capitals: ΠΕΡΙΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: perithrýptō Transliteration B: perithryptō Transliteration C: perithrypto Beta Code: periqru/ptw

English (LSJ)

and περι-θρύβω (D.S.3.51),

   A rub or pound in pieces, l.c. (Pass.); τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχήν Ph.1.501; περιθρυφθείς Id.2.527.

German (Pape)

[Seite 577] (s. θρύπτω), rings herum zerreiben, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

περιθρύπτω: τρίβωκοπανίζω εἰς τεμάχια, Διόδ. 3. 51, Wessel. (oἱ κώδικ. περιθρύβεσθαι)· τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχὴν Φίλων 1.501· περιθρυφθεὶς ὁ αὐτ. 2. 527.

Greek Monolingual

Α
κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»].