πολυπλάσιος: Difference between revisions
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(6_4) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυπλάσιος''': -α, -ον, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[πολλαπλάσιος]], Ἀνθ. Π. 6. 152· οὕτω, πολυπλᾰσίων, ον, πιθανῶς ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσαχθὲν εἰς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. 188 (177)· ― [[ἐντεῦθεν]], πολυπλᾰσιάζω, Ἡρῳδιαν. 8. 2, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 388D· καὶ πολυπλᾰσιασμός, ὁ, Πλούτ. 2. 1020C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 217. | |lstext='''πολυπλάσιος''': -α, -ον, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[πολλαπλάσιος]], Ἀνθ. Π. 6. 152· οὕτω, πολυπλᾰσίων, ον, πιθανῶς ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσαχθὲν εἰς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. 188 (177)· ― [[ἐντεῦθεν]], πολυπλᾰσιάζω, Ἡρῳδιαν. 8. 2, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 388D· καὶ πολυπλᾰσιασμός, ὁ, Πλούτ. 2. 1020C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 217. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ<br />[[πολλαπλάσιος]], πολύ [[περισσότερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολλα</i>-[[πλάσιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = πολλαπλ-, AP6.152 (Agis), LXX 2 Ma.9.16, Alex.Aphr.de An. 123.33, Them.Or.6.74c.
German (Pape)
[Seite 668] = πολλαπλάσιος, als v. l. Arist. anal. post. 1, 12, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλάσιος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ πολλαπλάσιος, Ἀνθ. Π. 6. 152· οὕτω, πολυπλᾰσίων, ον, πιθανῶς ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰσαχθὲν εἰς Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. 188 (177)· ― ἐντεῦθεν, πολυπλᾰσιάζω, Ἡρῳδιαν. 8. 2, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 388D· καὶ πολυπλᾰσιασμός, ὁ, Πλούτ. 2. 1020C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 217.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ
πολλαπλάσιος, πολύ περισσότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλάσιος (πρβλ. πολλα-πλάσιος)].