πολύσιτος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en blé <i>ou</i> en vivres;<br /><b>2</b> qui mange beaucoup, vorace, glouton.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σῖτος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en blé <i>ou</i> en vivres;<br /><b>2</b> qui mange beaucoup, vorace, glouton.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σῖτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή για [[χώρα]]) αυτός που έχει [[αφθονία]] σίτου («δι' ὃ καὶ ή [[Σικελία]] [[πολύσιτος]]», θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, [[πολυφαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῖτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>σιτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσῑτος Medium diacritics: πολύσιτος Low diacritics: πολύσιτος Capitals: ΠΟΛΥΣΙΤΟΣ
Transliteration A: polýsitos Transliteration B: polysitos Transliteration C: polysitos Beta Code: polu/sitos

English (LSJ)

ον,

   A rich in corn, of persons, X.Vect.5.3; of a country, Thphr.HP 8.6.6, Str.15.3.11.    II high-fed, full of meat, Theoc.21.40.

German (Pape)

[Seite 673] 1) viel Getreide habend, fruchtbar; Xen. Vect. 5, 3; Strab. XV. – 2) viel essend, Theocr. 21, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσῑτος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σίτου, Ξεν. Πόροι, 5, 3, ,Στράβ. 731. ΙΙ. ὁ πολὺ τρεφόμενος, πλήρης τροφῆς, Θεόκρ. 21. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en blé ou en vivres;
2 qui mange beaucoup, vorace, glouton.
Étymologie: πολύς, σῖτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ. ή για χώρα) αυτός που έχει αφθονία σίτου («δι' ὃ καὶ ή Σικελία πολύσιτος», θεόφρ.)
2. αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, πολυφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σῖτος (πρβλ. ολιγό-σιτος)].