παρωνυμία: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> surnom avec ressemblance de forme;<br /><b>2</b> <i>c.</i> παρονομασία.<br />'''Étymologie:''' [[παρώνυμος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> surnom avec ressemblance de forme;<br /><b>2</b> <i>c.</i> παρονομασία.<br />'''Étymologie:''' [[παρώνυμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παρώνυμος]]<br />[[παρωνύμιο]], πρόσθετο σκωπτικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> [[παραγωγή]] ονόματος από [[άλλο]] όνομα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] ονόματος με [[λογοπαίγνιο]]<br /><b>2.</b> εναλλακτική [[ονομασία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A by-name, nickname, Plu. 2.401a,421e ; punning perversion of words, ib.853b (pl.). 2 alternative name, Dam.Pr.61.
German (Pape)
[Seite 530] ἡ, Ableitung eines Wortes aus dem andern, Gramm. – Auch = παρονομασία, Sp., u. wie παρωνύμιον, Bei-, Zuname, Plut. de Pyth. or. 14.
Greek (Liddell-Scott)
παρωνῠμία: ἡ, παρωνύμιον, ἐπώνυμον, Πλουτ. 2. 401Α, 421Ε, 853Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 surnom avec ressemblance de forme;
2 c. παρονομασία.
Étymologie: παρώνυμος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παρώνυμος
παρωνύμιο, πρόσθετο σκωπτικό όνομα
νεοελλ.
γραμμ. παραγωγή ονόματος από άλλο όνομα
αρχ.
1. μεταβολή ονόματος με λογοπαίγνιο
2. εναλλακτική ονομασία.