νυμφαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui conduit la fiancée à son époux.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ἄγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui conduit la fiancée à son époux.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]], [[ἄγω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νυμφαγωγός]], -όν (ΑΜ)<br />αυτός που οδηγεί τη [[νύφη]] από το πατρικό [[σπίτι]] στο [[σπίτι]] ή στην [[πατρίδα]] του γαμπρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει τη [[νύφη]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, [[προξενητής]]<br /><b>3.</b> [[παράνυμφος]], [[κουμπάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφᾰγωγός Medium diacritics: νυμφαγωγός Low diacritics: νυμφαγωγός Capitals: ΝΥΜΦΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: nymphagōgós Transliteration B: nymphagōgos Transliteration C: nymfagogos Beta Code: numfagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A leader of the bride, E.IA610 ; esp. one who leads her from her home to the bridegroom's house, Luc.DDeor.20.16 ; esp. in case of a second marriage, Poll.3.41, Eust.652.45 : metaph., of the Argo, as bearing Medea, ν. τρόπιν Lyc.1025.    2 generally, friend, LXXGe.21.22,Jd.14.20.    II one who negotiates a marriage for another, Plu.2.329f. Cf. νυμφευτής.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφᾰγωγός: -όν, ὁ νυμφαγωγῶν, ὁ ἄγων τὴν νύμφην, Εὐρ. Ι. Α. 610˙ ἰδίως ὁ ἄγων αὐτὴν ἐκ τοῦ οἴκου της εἰς τὸν τοῦ νυμφίου, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16˙ μάλιστα ἐπὶ β΄γάμου, Εὐστ. 652. 45, Πολυδ. Γ΄, 41. ΙΙ. ὁ διαπραγματευόμενος γάμον ὑπὲρ ἑτέρου, «προξενητής», Πλούτ. 2. 329Ε. Πρβλ. νυμφευτής.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit la fiancée à son époux.
Étymologie: νύμφη, ἄγω.

Greek Monolingual

νυμφαγωγός, -όν (ΑΜ)
αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό σπίτι στο σπίτι ή στην πατρίδα του γαμπρού
αρχ.
1. αυτός που φέρνει τη νύφη
2. αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, προξενητής
3. παράνυμφος, κουμπάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + ἀγωγός.