ὀδακτάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδακτάζω''': δάκνω, [[δαγκάνω]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. [[ὀδάξω]]. | |lstext='''ὀδακτάζω''': δάκνω, [[δαγκάνω]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. [[ὀδάξω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀδακτάζω]] (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)<br />[[δαγκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. [[προς]] το επίρρ. [[ὀδάξ]] «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα ρ. σε -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[κυπτάζω]]). Ο τ. <i>ὀδακτίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδάξ]], [[κατά]] τα ρήματα σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>λακ</i>-[[τίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδάξ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
A bite, gnaw, Call.Del.322, A.R.4.1608 : ὀδακτίζω, D.H. 14.10 ; cf. ὀδάξω.
German (Pape)
[Seite 291] poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).
Greek (Liddell-Scott)
ὀδακτάζω: δάκνω, δαγκάνω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. ὀδάξω.
Greek Monolingual
ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)
δαγκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε -τίζω (πρβλ. λακ-τίζω)
βλ. και λ. οδάξ].