ὁδηγητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδηγητικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς [[ὅπως]] ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12.
|lstext='''ὁδηγητικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς [[ὅπως]] ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδηγητικός]], -ή, -όν) [[οδηγώ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ [[ὁμιλία]]», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδηγητικός Medium diacritics: ὁδηγητικός Low diacritics: οδηγητικός Capitals: ΟΔΗΓΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hodēgētikós Transliteration B: hodēgētikos Transliteration C: odigitikos Beta Code: o(dhghtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for guiding, Suid., Eust. 1441.12.

German (Pape)

[Seite 292] anleitend, belehrend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγητικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ὅπως ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁδηγητικός, -ή, -όν) οδηγώ
ικανός ή κατάλληλος να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ ὁμιλία», Ευστ.).