ὀλιγοχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγοχρήμᾰτος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, [[ὀλιγοχρήματος]] [[παρακαταθήκη]] Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.
|lstext='''ὀλῐγοχρήμᾰτος''': -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, [[ὀλιγοχρήματος]] [[παρακαταθήκη]] Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλιγοχρήματος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που απαιτεί [[δαπάνη]] λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[λίγα]] χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ό</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[χρῆμα]], -<i>ατος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοχρήμᾰτος Medium diacritics: ὀλιγοχρήματος Low diacritics: ολιγοχρήματος Capitals: ΟΛΙΓΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: oligochrḗmatos Transliteration B: oligochrēmatos Transliteration C: oligochrimatos Beta Code: o)ligoxrh/matos

English (LSJ)

ον,

   A of or with little money, παρακαταθήκη Ph.1.287, al.

German (Pape)

[Seite 322] von wenigem Vermögen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοχρήμᾰτος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, ὀλιγοχρήματος παρακαταθήκη Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγοχρήματος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χρῆμα, -ατος].