ὀνοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοθήρας''': ὀνοθουρίς, ἴδε [[οἰνοθήρας]]. | |lstext='''ὀνοθήρας''': ὀνοθουρίς, ἴδε [[οἰνοθήρας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνοθήρας]], ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)<br />το [[φυτό]] [[νέριο]] ή [[ροδοδάφνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> και [[ονάγρα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, and ὀνό-θουρις, ἡ,
A oleander, Nerium Oleander, Thphr.HP9.19.1, Dsc.4.117.
German (Pape)
[Seite 348] ὁ, zw. L. für οἰνοθήρας.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοθήρας: ὀνοθουρίς, ἴδε οἰνοθήρας.
Greek Monolingual
ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)
το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].