ὀξύφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_17) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων [[ὀξέα]], εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα φύλλα, Διοσκ. 4, 23, Achmes Ὀνειρ. 151. | |lstext='''ὀξύφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων [[ὀξέα]], εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα φύλλα, Διοσκ. 4, 23, Achmes Ὀνειρ. 151. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύφυλλος]], -ον)<br />αυτός που έχει φύλλα με μυτερά [[άκρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύφυλλον</i><br />το [[φυτό]] [[τριφύλλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>φυλλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with pointed leaves, θρίδαξ Dsc.4.23. II ὀξῠ-φυλλον, τό, = τρίφυλλον, Id.3.109, Gal.12.144.
German (Pape)
[Seite 355] spitzblättrig, Diosc., τὸ ὀξύφυλλον, eine besondere Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων ὀξέα, εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντα φύλλα, Διοσκ. 4, 23, Achmes Ὀνειρ. 151.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύφυλλος, -ον)
αυτός που έχει φύλλα με μυτερά άκρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύφυλλον
το φυτό τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. λεπτό-φυλλος].