ὀξυμυρσίνη: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
(6_11)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠμυρσίνη''': ἡ, ὡς τὸ [[κεντρομυρσίνη]], ἡ [[ὀξέα]] φύλλα ἔχουσα [[μυρσίνη]], καλουμένη καὶ [[χαμαιμυρσίνη]], Πλίν. 15, 7., 23. 83.
|lstext='''ὀξῠμυρσίνη''': ἡ, ὡς τὸ [[κεντρομυρσίνη]], ἡ [[ὀξέα]] φύλλα ἔχουσα [[μυρσίνη]], καλουμένη καὶ [[χαμαιμυρσίνη]], Πλίν. 15, 7., 23. 83.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀξυμυρσίνη]])<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] που, [[κατά]] τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] λειριίδες και [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[λαγομηλιά]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠμυρσίνη Medium diacritics: ὀξυμυρσίνη Low diacritics: οξυμυρσίνη Capitals: ΟΞΥΜΥΡΣΙΝΗ
Transliteration A: oxymyrsínē Transliteration B: oxymyrsinē Transliteration C: oksymyrsini Beta Code: o)cumursi/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = κεντρομυρσίνη, butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144, cf. 1.11, Androm. ap. Gal.13.842, Gal.6.643 ; also called χαμαιμυρσίνη, Plin.HN15.27, 23.165.

German (Pape)

[Seite 353] ἡ, die Stachelmyrte, Diosc.; auch das adj. ὀξυμύρσινος muß vorgekommen sein, da es Plin. lat. braucht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠμυρσίνη: ἡ, ὡς τὸ κεντρομυρσίνη, ἡ ὀξέα φύλλα ἔχουσα μυρσίνη, καλουμένη καὶ χαμαιμυρσίνη, Πλίν. 15, 7., 23. 83.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυμυρσίνη)
βοτ. φυτό που, κατά τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λειριίδες και είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγομηλιά.