ὀπισθόδομος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />derrière d’une maison <i>ou</i> d’un temple ; <i>à Athènes</i>, opisthodome, derrière du Parthénon où était le trésor public.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθε]], [[δόμος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />derrière d’une maison <i>ou</i> d’un temple ; <i>à Athènes</i>, opisthodome, derrière du Parthénon où était le trésor public.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθε]], [[δόμος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀπισθόδομος]], -ον, Α και [[ὀπισσόδομος]] και ὐπισθόδομος, -ον)<br />το [[τμήμα]] τών αρχαίων ελληνικών ναών που βρίσκεται στο [[πίσω]] [[μέρος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον πρόδομο, [[ιδίως]] ο [[εσωτερικός]] [[σηκός]] του παλαιού ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, του Παρθενώνα, ο [[οποίος]] χρησίμευε ως [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[πίσω]] από την [[οικία]], όπου φύλαγαν τα κειμήλια, [[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πίσω]] [[μέρος]] οικήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>δομος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόδομος Medium diacritics: ὀπισθόδομος Low diacritics: οπισθόδομος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: opisthódomos Transliteration B: opisthodomos Transliteration C: opisthodomos Beta Code: o)pisqo/domos

English (LSJ)

ὁ,

   A back chamber, inner cell of the old temple of Athena in the Acropolis at Athens, used as the Treasury, IG12.139.17, al., Ar.Pl.1193, D.13.14,24.136, IG22.1388.73, etc. ; Delph. ὀπισσόδομος SIG246 iii 35 (iv B. C.).    II as Adj., at the back of a building, αἱ ὀ. στῆλαι Plb.12.11.2.

German (Pape)

[Seite 358] ὁ, Hinterhaus, bes. Hintertheil eines Tempels; in Athen die Hinterhalle des Tempels der Athene auf der Burg, die als Schatzkammer diente; Ar. Plut. 1193 Dem. 24, 136 Luc. Tim. 53 u. öfter; vgl. Böckh's Staatshaush. 1 p. 473. – Adj., αἱ ὀπισθόδομοι στῆλαι, Pol. 12, 12, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόδομος: ὁ, ὀπίσθιος δόμος, ὁ ἐσωτερικὸς σηκὸς τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, χρησιμεύων ὡς θησαυροφυλάκιον, Ἀριστοφ. Πλ. 1193, Δημ. 170. 6, 743. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23· πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 189, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ραγκαβῆ ἐν λέξει. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ κείμενος ἐν τῷ ὀπισθίῳ μέρει οἰκοδομήματός τινος, αἱ ὀπ. στῆλαι Πολύβ. 12. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
derrière d’une maison ou d’un temple ; à Athènes, opisthodome, derrière du Parthénon où était le trésor public.
Étymologie: ὄπισθε, δόμος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀπισθόδομος, -ον, Α και ὀπισσόδομος και ὐπισθόδομος, -ον)
το τμήμα τών αρχαίων ελληνικών ναών που βρίσκεται στο πίσω μέρος, σε αντιδιαστολή προς τον πρόδομο, ιδίως ο εσωτερικός σηκός του παλαιού ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη, του Παρθενώνα, ο οποίος χρησίμευε ως θησαυροφυλάκιο
αρχ.
1. τόπος πίσω από την οικία, όπου φύλαγαν τα κειμήλια, θησαυροφυλάκιο
2. ως επίθ. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος οικήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + δόμος (πρβλ. πρό-δομος)].