ὀρθηλός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(6_10)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθηλός''': -ή, -όν, = [[ὀρθός]], Στράβ. 12, 7, 3.
|lstext='''ὀρθηλός''': -ή, -όν, = [[ὀρθός]], Στράβ. 12, 7, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθηλός]], -ή, -όν και [[ὀρθηρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[ορθός]], [[στητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὀρθηλός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀρθός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i>, πιθ. [[κατά]] το <i>ὑψ</i>-<i>ηλός</i>, ενώ ο τ. [[ὀρθηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀρθός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμη</i>-<i>ρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθηλός Medium diacritics: ὀρθηλός Low diacritics: ορθηλός Capitals: ΟΡΘΗΛΟΣ
Transliteration A: orthēlós Transliteration B: orthēlos Transliteration C: orthilos Beta Code: o)rqhlo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A tall, straight, κυμβία IG11(2).145.49 (Delos, iv/iii B. C.), cf. 154B29,161B37, al., Str.12.7.3:—so ὀρθηρός, BGU781 i 15, al.(i A. D.).

German (Pape)

[Seite 373] = ὀρθός, δένδρον, Strab. 12, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθηλός: -ή, -όν, = ὀρθός, Στράβ. 12, 7, 3.

Greek Monolingual

ὀρθηλός, -ή, -όν και ὀρθηρός, -ά, -όν (Α)
ορθός, στητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρθηλός < ὀρθός + επίθημα -ηλός, πιθ. κατά το ὑψ-ηλός, ενώ ο τ. ὀρθηρός < ὀρθός + επίθημα -ηρός (πρβλ. τολμη-ρός)].