ὀρεωκόμος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui soigne les mulets, muletier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]], [[κομέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui soigne les mulets, muletier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]], [[κομέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρεωκόμος]] και ὀρειοκόμος και [[ὀρεοκόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εκτρέφει ημιόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]], -έως «[[ημίονος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>. Το θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] της γεν. <i>ὀρέως</i>. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. <i>ὀρειοκόμος</i> [[είναι]] πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού <i>ὀρη</i>(<i>F</i>)<i>οκόμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεωκόμος Medium diacritics: ὀρεωκόμος Low diacritics: ορεωκόμος Capitals: ΟΡΕΩΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oreōkómos Transliteration B: oreōkomos Transliteration C: oreokomos Beta Code: o)rewko/mos

English (LSJ)

   A, (ὀρεύς) muleteer, Ar.Th.491,Fr.633,IG22.10B4 (v/iv B. C.), 1673.18 (iv B. C.), Pl.Ly.208b, X.HG5.4.42, Hyp.Lyc.5.—In codd. freq. misspelt ὀρεοκόμος, as in Pl.l.c., Poll.7.183, Hsch. ; the latter also cites a form ὀρειοκόμος, which may be an Ep. spelling of Ορη (ϝ) οκόμος, the older form implied by ὀρεωκόμος.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, = ὀρεοκόμος; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v. l. für ὀρεοκόμος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεωκόμος: ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν ἤτοι θεραπεύων τοὺς ὀρέας ἤτοι τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ἐσφαλμένως ὀρεοκόμος, ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ τελευταῖος οὗτος μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soigne les mulets, muletier.
Étymologie: ὀρεύς, κομέω.

Greek Monolingual

ὀρεωκόμος και ὀρειοκόμος και ὀρεοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ημιόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, -έως «ημίονος» + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος. Το θεματικό φωνήεν -ω- του τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση της γεν. ὀρέως. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. ὀρειοκόμος είναι πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού ὀρη(F)οκόμος].