ὀρνιθεύω: Difference between revisions

From LSJ

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=chasser aux oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]].
|btext=chasser aux oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνιθεύω]] (Α) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀρνιθεύομαι</i><br />[[παρατηρώ]] το [[πέταγμα]] ή την [[κραυγή]] πτηνών προκειμένου να μαντέψω το [[μέλλον]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθεύω Medium diacritics: ὀρνιθεύω Low diacritics: ορνιθεύω Capitals: ΟΡΝΙΘΕΥΩ
Transliteration A: ornitheúō Transliteration B: ornitheuō Transliteration C: ornitheyo Beta Code: o)rniqeu/w

English (LSJ)

   A catch, snare birds, X.HG4.1.16.    II ὀρνιθεύομαι, = οἰωνίζομαι, observe the flight or cries of birds for divination, D.H.4.13, Hecat.Abd.14.

German (Pape)

[Seite 383] Vögel fangen, Xen. Hell. 4, 1, 16. – Med. den Flug oder die Stimme der Vögel beobachten, um danach zu weissagen, D. Hal. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθεύω: (ὄρνις) συλλαμβάνω διὰ δικτύων, παγίδων κτλ. πτηνά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16. ΙΙ. ὀρνιθεύομαι, ἀποθ., = οἰωνίζομαι, παρατηρῶ τὴν πτῆσιν ἢ τὰς κραυγὰς τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Διον. Ἁλ. 4. 13, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 22.

French (Bailly abrégé)

chasser aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.

Greek Monolingual

ὀρνιθεύω (Α) [[όρνις, -ιθος]]
1. ασχολούμαι με το κυνήγι πτηνών
2. μέσ. ὀρνιθεύομαι
παρατηρώ το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών προκειμένου να μαντέψω το μέλλον.