παγκόσμιος: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_4) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παγκόσμιος''': -α, -ον, κοινὸς εἰς πάντα τὸν κόσμον, [[μοῖρα]] Ὀφ. Ὕμν. 34. 20, Ἐκκλ. | |lstext='''παγκόσμιος''': -α, -ον, κοινὸς εἰς πάντα τὸν κόσμον, [[μοῖρα]] Ὀφ. Ὕμν. 34. 20, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[παγκόσμιος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «παγκόσμια [[έλξη]]» — η [[ιδιότητα]] τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο [[άλλο]]<br />β) «παγκόσμια [[οικονομία]]»<br /><b>(οικον.)</b> το [[σύνολο]] τών οικονομικών λειτουργιών όλων τών χωρών της υφηλίου, που χαρακτηρίζονται από τη [[διεθνοποίηση]] του εμπορίου, τη διεθνή [[κίνηση]] κεφαλαίων και προσώπων, τη [[διάδοση]] τών μέσων και της τεχνολογίας παραγωγής, την εκτεταμένη [[συνεργασία]] [[μεταξύ]] τών εθνικών οικονομιών και τών κρατών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα έθνη και σε όλους τους λαούς της Γης («[[παγκόσμιος]] [[πόλεμος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />ο υπερβολικά [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], [[σεμνός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγκοσμίως</i> και <i>παγκόσμια</i> (ΑΜ παγκοσμίως)<br />σε όλο τον κόσμο, οικουμενικά, πανανθρώπινα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόσμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A common to all the world, μοῖρα Orph.H.34.20.
German (Pape)
[Seite 436] die ganze Welt betreffend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
παγκόσμιος: -α, -ον, κοινὸς εἰς πάντα τὸν κόσμον, μοῖρα Ὀφ. Ὕμν. 34. 20, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ παγκόσμιος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο
νεοελλ.
1. φρ. α) «παγκόσμια έλξη» — η ιδιότητα τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο άλλο
β) «παγκόσμια οικονομία»
(οικον.) το σύνολο τών οικονομικών λειτουργιών όλων τών χωρών της υφηλίου, που χαρακτηρίζονται από τη διεθνοποίηση του εμπορίου, τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων και προσώπων, τη διάδοση τών μέσων και της τεχνολογίας παραγωγής, την εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ τών εθνικών οικονομιών και τών κρατών
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα έθνη και σε όλους τους λαούς της Γης («παγκόσμιος πόλεμος»)
μσν.
ο υπερβολικά κόσμιος, ευπρεπής, σεμνός.
επίρρ...
παγκοσμίως και παγκόσμια (ΑΜ παγκοσμίως)
σε όλο τον κόσμο, οικουμενικά, πανανθρώπινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κόσμος + κατάλ. -ιος].