παλιλλογία: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> récapitulation;<br /><b>2</b> rétractation.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[λέγω]]² et [[λέγω]]³. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> récapitulation;<br /><b>2</b> rétractation.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[λέγω]]² et [[λέγω]]³. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[παλιλλογία]]) [[παλιλλογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η συχνή και ανιαρή [[επανάληψη]] τών ίδιων λόγων, [[αναμάσημα]], [[ταυτολογία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[άρνηση]] τών λεχθέντων, [[αναίρεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακεφαλαίωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A recapitulation, Arist.Rh.Al.1433b29: pl., ib. 1428a8. 2 equivocation, Thphr.Char.1.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 448] ἡ, das Wiederholen des Gesagten, Rhett. – Auch das Widerrufen des Gesagten, der Widerspruch, Theophr. char. 2.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιλλογία: ἡ, ἀνακεφαλαίωσις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 21, 1· πληθ., αὐτόθι 7, 3. 2) ἄρνησις τῶν λεχθέντων, παλινῳδία, Θεοφρ. Χαρακτ. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 récapitulation;
2 rétractation.
Étymologie: πάλιν, λέγω² et λέγω³.
Greek Monolingual
η (ΑΜ παλιλλογία) παλιλλογώ
νεοελλ.
η συχνή και ανιαρή επανάληψη τών ίδιων λόγων, αναμάσημα, ταυτολογία
μσν.-αρχ.
άρνηση τών λεχθέντων, αναίρεση
αρχ.
ανακεφαλαίωση.