παλινδαής: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλινδᾰής''': -ές, (*δάω) ὁ ἐκ νέου γνωσθείς, [[παλίγγνωστος]], Ἡσύχιος.
|lstext='''πᾰλινδᾰής''': -ές, (*δάω) ὁ ἐκ νέου γνωσθείς, [[παλίγγνωστος]], Ἡσύχιος.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλινδαής]], -ές (Α)<br />αυτός που έγινε εκ νέου [[γνωστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>δαη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>δάην</i>, αόρ. β' του αμάρτυρου <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>δαής</i>, <i>ορθο</i>-<i>δαής</i> (<b>βλ.</b> και το ομόρριζο [[διδάσκω]])].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνδᾰής Medium diacritics: παλινδαής Low diacritics: παλινδαής Capitals: ΠΑΛΙΝΔΑΗΣ
Transliteration A: palindaḗs Transliteration B: palindaēs Transliteration C: palindais Beta Code: palindah/s

English (LSJ)

ές, (Δάω)

   A learnt again, Hsch.

German (Pape)

[Seite 450] ές, = παλίγγνωστος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδᾰής: -ές, (*δάω) ὁ ἐκ νέου γνωσθείς, παλίγγνωστος, Ἡσύχιος.

Greek Monolingual

παλινδαής, -ές (Α)
αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. -δάην, αόρ. β' του αμάρτυρου δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].