παπυρώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παπῡρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πάπυρον, Γαλην., κλ. | |lstext='''παπῡρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πάπυρον, Γαλην., κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, ΝΑ [[πάπυρος]]<br />αυτός που μοιάζει με πάπυρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[παπυρώδης]]<br /><b>ανατ.</b> [[λεπτό]] [[τετράπλευρο]] [[πέταλο]] που αποτελεί την εξωτερική [[επιφάνεια]] του λαβυρίνθου του ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό [[τοίχωμα]] της κόγχης του οφθαλμού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like papyrus, Gal.19.152, Sch.E.Or.147.
German (Pape)
[Seite 467] ες, dem Papyrus ähnlich, Schol. Eur. Or. 147.
Greek (Liddell-Scott)
παπῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πάπυρον, Γαλην., κλ.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΝΑ πάπυρος
αυτός που μοιάζει με πάπυρο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παπυρώδης
ανατ. λεπτό τετράπλευρο πέταλο που αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια του λαβυρίνθου του ηθμοειδούς οστού και δημιουργεί το εσωτερικό τοίχωμα της κόγχης του οφθαλμού.