παραμυθητής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
(6_19) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραμῡθητής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρηγορῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παρακλήτορες. | |lstext='''παραμῡθητής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρηγορῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παρακλήτορες. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΝΑ [[παραμυθούμαι]] / <i>παραμυθώ]]<br />αυτός που με [[λόγια]] ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον [[ψυχικό]] πόνο κάποιου άλλου, [[παρηγορητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A consoler, Hsch. s.v. παρακλήτορες.
German (Pape)
[Seite 490] ὁ, der Ermunternde, Tröstende, Hesych. erkl. παρακλήτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρηγορῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παρακλήτορες.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ παραμυθούμαι / παραμυθώ]]
αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής.