παρεγχείρησις: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεγχείρησις''': ἡ, τὸ ἐπεμβαίνειν εἰς τὰ ἔργα ἄλλου, [[ἐπιχείρησις]] ἀναμίξεως εἰς ξένας ὑποθέσεις, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 4, 3· ἡ δι’ ἑτέρων π. Κλήμ. Ἀλ. 896. | |lstext='''παρεγχείρησις''': ἡ, τὸ ἐπεμβαίνειν εἰς τὰ ἔργα ἄλλου, [[ἐπιχείρησις]] ἀναμίξεως εἰς ξένας ὑποθέσεις, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 4, 3· ἡ δι’ ἑτέρων π. Κλήμ. Ἀλ. 896. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[παρεγχειρώ]]<br /><b>1.</b> [[οικειοποίηση]], [[σφετερισμός]] δικαιωμάτων κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> [[εσφαλμένος]] [[συλλογισμός]]<br /><b>3.</b> [[επέμβαση]], [[παρέμβαση]], [[μεσιτεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A encroaching on other people's business, Cic.Att.15.4.3 ; interference, μηδεμιᾷ-ήσει BMus.Inscr.481*.402 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, falscher Schluß oder Beweis, Cic. Att. 15, 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγχείρησις: ἡ, τὸ ἐπεμβαίνειν εἰς τὰ ἔργα ἄλλου, ἐπιχείρησις ἀναμίξεως εἰς ξένας ὑποθέσεις, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 4, 3· ἡ δι’ ἑτέρων π. Κλήμ. Ἀλ. 896.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α παρεγχειρώ
1. οικειοποίηση, σφετερισμός δικαιωμάτων κάποιου άλλου
2. εσφαλμένος συλλογισμός
3. επέμβαση, παρέμβαση, μεσιτεία.