πασίγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
(6_19)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾱσίγνωστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ τοῖς πᾶσι [[γνωστός]], Σχολ. εἰς Λουκ. 11.
|lstext='''πᾱσίγνωστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ τοῖς πᾶσι [[γνωστός]], Σχολ. εἰς Λουκ. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πασίγνωστος]], -ον, ΝΑ<br />ο [[γνωστός]] σε όλους, γνωστότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>πᾶσι</i> του επιθ. <i>πᾶς</i> <span style="color: red;">+</span> [[γνωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱσῐγνωστος Medium diacritics: πασίγνωστος Low diacritics: πασίγνωστος Capitals: ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: pasígnōstos Transliteration B: pasignōstos Transliteration C: pasignostos Beta Code: pasi/gnwstos

English (LSJ)

ον,

   A all-known, famous, Sch.Lyc. 12.

German (Pape)

[Seite 531] allbekannt, Schol. Lycophr. 11, Erkl. von εὐμαθής.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱσίγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ τοῖς πᾶσι γνωστός, Σχολ. εἰς Λουκ. 11.

Greek Monolingual

-η, -ο / πασίγνωστος, -ον, ΝΑ
ο γνωστός σε όλους, γνωστότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του επιθ. πᾶς + γνωστός (< γιγνώσκω)].