πελέκημα: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελέκημα''': τό, «πελεκοῦδι», Ἀέτ. 8, 3, Γαλην. τ. 14, σ. 423, 1.
|lstext='''πελέκημα''': τό, «πελεκοῦδι», Ἀέτ. 8, 3, Γαλην. τ. 14, σ. 423, 1.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πελεκώ]]<br />[[κομμάτι]] πελεκημένου ξύλου, [[πελεκούδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοπή]] ξύλων με τον [[πέλεκυ]]<br /><b>2.</b> η [[κατεργασία]] ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με [[πέλεκυ]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ξυλοφόρτωμα]], [[ξυλοκόπημα]]<br />β) [[εξόντωση]], πετσόκομμα.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελέκημα Medium diacritics: πελέκημα Low diacritics: πελέκημα Capitals: ΠΕΛΕΚΗΜΑ
Transliteration A: pelékēma Transliteration B: pelekēma Transliteration C: pelekima Beta Code: pele/khma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A chips, Aët.8.3, Gp.9.11.9.    II in pl., splinters of stone or wood, POxy.498.23 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 550] τό, das mit der Art Zugehauene, oder Späne, welche beim Behauen abfallen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πελέκημα: τό, «πελεκοῦδι», Ἀέτ. 8, 3, Γαλην. τ. 14, σ. 423, 1.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πελεκώ
κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι
νεοελλ.
1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ
2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ
3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα
β) εξόντωση, πετσόκομμα.