περιθαρσής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_7) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιθαρσής''': -ές, [[λίαν]] [[θαρραλέος]], [[εὐθαρσής]], ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - [[θαρσήεις]], εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, [[αὐτόθι]] σ. 189. | |lstext='''περιθαρσής''': -ές, [[λίαν]] [[θαρραλέος]], [[εὐθαρσής]], ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - [[θαρσήεις]], εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, [[αὐτόθι]] σ. 189. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αυτοπεποίθηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>θαρσής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A very confident, A.R.1.152,195.
German (Pape)
[Seite 576] ές, sehr muthig, περιθαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195.
Greek (Liddell-Scott)
περιθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - θαρσήεις, εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, αὐτόθι σ. 189.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευ-θαρσής].