περίκρανον: Difference between revisions

From LSJ
(6_22)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκρανον''': τό, περικεφαλαία ἢ [[καθόλου]] [[κάλυμμα]] κεφαλῆς, Στράβ. 502, [[Πολυδ]]. Β΄, 42.
|lstext='''περίκρανον''': τό, περικεφαλαία ἢ [[καθόλου]] [[κάλυμμα]] κεφαλῆς, Στράβ. 502, [[Πολυδ]]. Β΄, 42.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[κάλυμμα]] κεφαλής, [[κράνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρανον</i>, <b>βλ.</b> [[κρανίο]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσό</i>-<i>κρανον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκρᾱνον Medium diacritics: περίκρανον Low diacritics: περίκρανον Capitals: ΠΕΡΙΚΡΑΝΟΝ
Transliteration A: períkranon Transliteration B: perikranon Transliteration C: perikranon Beta Code: peri/kranon

English (LSJ)

τό,

   A cap, π. θήρεια Str.11.4.5, cf. Poll.2.42.

German (Pape)

[Seite 581] τό, Umgebung des Hirnschädels, Helm, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

περίκρανον: τό, περικεφαλαία ἢ καθόλου κάλυμμα κεφαλῆς, Στράβ. 502, Πολυδ. Β΄, 42.

Greek Monolingual

τὸ, Α
κάλυμμα κεφαλής, κράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρανον (< κρανον, βλ. κρανίο), πρβλ. μεσό-κρανον)].