περιτέχνησις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(Bailly1_4)
(32)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />invention ingénieuse, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], τεχνάομαι.
|btext=εως (ἡ) :<br />invention ingénieuse, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], τεχνάομαι.
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[περιτεχνώμαι]]<br /><b>1.</b> έξοχη, εξαίρετη [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[δόλος]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, vorzügliche Kunst, List, Thuc. 3, 82.

Greek (Liddell-Scott)

περιτέχνησις: ἡ, πανοῦργον τέχνασμα, δόλος, τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention ingénieuse, ruse.
Étymologie: περί, τεχνάομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περιτεχνώμαι
1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη
2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος.