πέτηλος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion. c.</i> [[πέταλος]]. | |btext=<i>ion. c.</i> [[πέταλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήλη, -ον και [[πέταλος]], -άλη, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[εκτεταμένος]], απλωμένος<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]], αυτός που βρίσκεται σε πλήρη [[ανάπτυξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πετᾱ</i>- του [[πετάννυμι]] «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έκ</i>-<i>η</i>-<i>λος</i>, <i>κίβδ</i>-<i>η</i>-<i>λος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A outspread, stretched, ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον (acc. to others flying) Arat.271. II full-grown, μόσχοι Ath.9.376b (expld. ἀπὸ τῶν κεράτων ὅταν αὐτὰ ἐκπέταλα ἔχωσι), cf. Hsch. s.v. βοῦς π. (-ηνός cod.).
German (Pape)
[Seite 605] ion. statt πέταλος, hingebreitet, -gestreckt, bes. sp. D.; ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον, auf seinen Füßen ruhend, knieend, Arat. 271.
Greek (Liddell-Scott)
πέτηλος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πέταλος, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον (κατ’ ἄλλους = πετόμενον) Ἄρατ. 271.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πέταλος.
Greek Monolingual
-ήλη, -ον και πέταλος, -άλη, -ον, Α
1. εκτεταμένος, απλωμένος
2. μεγάλος, αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετᾱ- του πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω» + επίθημα -λος (πρβλ. έκ-η-λος, κίβδ-η-λος)].