πόκα: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[πότε]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[πότε]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πότε]].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br />[[παιχνίδι]] με χαρτιά που μοιάζει με το [[πόκερ]], με τη [[διαφορά]] ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται [[κλειστά]], στην [[πόκα]] δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>poker</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόκα Medium diacritics: πόκα Low diacritics: πόκα Capitals: ΠΟΚΑ
Transliteration A: póka Transliteration B: poka Transliteration C: poka Beta Code: po/ka

English (LSJ)

ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe : ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

Greek (Liddell-Scott)

πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πότε.

Greek Monolingual

(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.———————— (II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].